συνανακομίζω

συνανακομίζω
ΜΑ
ξαναφέρνω κάτι μαζί με κάτι άλλο ή επαναφέρω κάτι στην προηγούμενη κατάστασή του
αρχ.
παθ. συνανακομίζομαι
προσφέρομαι μαζί με άλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἀνακομίζω «επαναφέρω, παίρνω μαζί μου»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συνανακομιεῖσθαι — συνανακομίζω help fut inf mid (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνανακομισθέντες — συνανακομίζω help aor part pass masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνανακομίζεσθαι — συνανακομίζω help pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνανακομίζεται — συνανακομίζω help pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνανακομίζοντος — συνανακομίζω help pres part act masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομίζω — (AM κομίζω) φέρω, μεταφέρω, κουβαλώ («σφέα ἐκόμισάν τε καὶ ἱδρύσαντο τῆς σφετέρης χώρης ἐς τὴν μεσόγαιαν», Ηρόδ.) αρχ. 1. περιποιούμαι κάποιον («οὐδέ νυ τόν γε [παῑδα] γηράσκοντα κομίζω», Ομ. Ιλ.) 2. φιλοξενώ («κομίζεται αὐτῆν εἰς τὴν οἰκίαν»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”